ονειρο(ν)

ονειρο(ν)
τό
1) сновидение, сон;

είδα ονειρο(ν) — мне приснилось;

σε είδα στο ονειρο(ν) — я видел тебя во сне;

ονειρο(ν) θα το είδες ασφαλώς — ты, наверное, во сне это видел;

2) перен. грёза, мечта, несбыточное желание; фантазия;
εκπληρώθηκε το όνειρό του его мечта сбылась; 3) сказочная, волшебная красота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ονειρο(ν)" в других словарях:

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

  • όνειρο — το 1. οπτασία κατά τον ύπνο: Και με μιας ξυπνά απ τ όνειρο (Δροσίνης). 2. φανταστικό γεγονός. 3. μτφ., φανταστικό πλάσμα, ονειροπόλημα: Όνειρα βλέπεις και στον ξύπνο σου. 4. απραγματοποίητη ελπίδα: Τ όνειρότου ήταν να γίνει πλούσιος, αλλά πέθανε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released …   Wikipedia

  • ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… …   Dictionary of Greek

  • San Ena Oneiro — Σαν ενα Όνειρο …   Википедия

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Óneiro tou glyptoú — Pygmalion et Galatée, par Girodet (1819), Musée du Louvre Données clés …   Wikipédia en Français

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • Oneiro tou glyptou — Óneiro tou glyptoú Óneiro tou glyptoú (en grec Όνειρο του γλυπτού) est un film grec réalisé par Lou Tellegen, sorti en 1930. Le titre Όνειρο του γλυπτού signifie « Le Rêve du sculpteur » : le film reprend le thème du mythe de… …   Wikipédia en Français

  • Quartier Le Rêve — Données clés Titre original Συνοικία το όνειρο (Synikia to oniro) Réalisation Alekos Alexandrakis Scénario Tassos Livaditis Kostas Kotzias Sociétés de production …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»